- δενδρολογία ή δεντρολογία
- Κλάδος της βοτανικής και κυρίως της δασικής επιστήμης, ο οποίος μελετά τα είδη των δέντρων και τις δυνατότητες εφαρμογών τους. Η δ. ασχολείται με έρευνες στην καλλωπιστική δενδροκομία και στις εφαρμογές της στην αστική κηποτεχνία. Μελετά επίσης μεθόδους για τη βελτίωση των ειδών από άποψη ανθεκτικότητας στα παράσιτα και στις καιρικές συνθήκες και παρακολουθεί τον ρυθμό με τον οποίο αποδίδει αποτελέσματα η αναδάσωση ή παράγεται εκμεταλλεύσιμη ξυλεία.
Dictionary of Greek. 2013.